- πολυορκία
- ἡ, Α [πολύορκος]η συνήθεια να κάνει κανείς πολλούς όρκους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυορκία — πολυορκίᾱ , πολυορκία habit fem nom/voc/acc dual πολυορκίᾱ , πολυορκία habit fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυορκίας — πολυορκίᾱς , πολυορκία habit fem acc pl πολυορκίᾱς , πολυορκία habit fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυορκίαι — πολυορκίᾱͅ , πολυορκία habit fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυορκίαν — πολυορκίᾱν , πολυορκία habit fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԵՐԴՄՆԱՍԻՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0674 Chronological Sequence: 6c, 14c գ. πολυορκία crebrum dejurium, consuetudo saepe jurandi Սէր կամ մոլութիւն յաճախ երդման. երդմնայեղցն լինել. *Բուսանի յերդմնասիրութենէ ստերդմութիւն. Փիլ. ՟ժ. բան.: *Ի սկզբանէ ոչ թռչիլ յերդմնասիրութիւն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)